διαλείπουσα χωλότητα

διαλείπουσα χωλότητα
Πάθηση που μοιάζει με τη στηθάγχη, υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζεται ως άλγος –και όχι ως ασθένεια– και συνήθως παρουσιάζεται μόνο έπειτα από σωματική άσκηση. Ο πόνος της δ.χ., ο οποίος εντοπίζεται στον γλουτό, στον μηρό, στους μυς της κνήμης ή στην καμάρα του ποδιού, προκαλείται μετά από τη βάδιση ορισμένης απόστασης. Η δ.χ. προκαλείται από τον περιορισμό της αιμάτωσης των κάτω άκρων, συνήθως ως συνέπεια της αρτηριοσκλήρυνσης. Η άσκηση αυξάνει τις απαιτήσεις σε γλυκόζη και οξυγόνο, που όμως δεν μπορούν να βρεθούν, λόγω της απόφραξης που απαγορεύει στο πλήρες αίμα να φθάσει στους μυς. Κατά συνέπεια, παράγεται γαλακτικό οξύ στον ισχαιμούντα μυ, το οποίο διεγείρει τις νευρικές απολήξεις και προκαλεί πόνο. Ο πόνος είναι δυνατόν να παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης, αλλά υποχωρεί με την ανάπαυση. Η άσκηση τότε μπορεί να επαναληφθεί. Η αγγειοπλαστική με μπαλονάκι ή η εγχείρηση bypass έχει δοκιμαστεί επιτυχώς στην αποκατάσταση ορισμένων αγγείων. Η μη έγκαιρη αντιμετώπιση μιας επίμονης και συνεχώς επιδεινούμενης δ.χ. μπορεί να οδηγήσει σε έλκη ή και γάγγραινα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”